Και πάλι, δεν μπορείς να κλείσεις τ΄ αφτιά σου! Δεν μπορείς να αρνηθείς την πραγματικότητα που τη νοιώθεις τόσο καυτή, ακόμη και δω πάνω!
Να πάμε σ΄ ένα εκκλησάκι να ανάψουμε ένα κεράκι;
Να σβήσει η φωτιά!
Μα πως;
Τόσο αδύναμος να κάνεις κάτι για μια ανυπεράσπιστη πατρίδα!
Θέλω να ξεφύγω από αυτήν την κόλαση και ο μόνος τρόπος, είναι να καταφέρει να δραπετεύσει το μυαλό!
Να ήταν ο Μίμης λέει και ο Κώστας με τα μπουζούκια τους, να ΄ταν και ο Μιχάλης με το ακορντεόν του, ο Τάσος με τη βραχνή φωνή του, η Μάρω δίπλα του και η Σοφία παραπέρα, ο Στάθης να μας κάνει να χαμογελάσουμε και ο Κούλης πάντα με το κινητό στο χέρι, σε ένα τραπέζι που να ΄χει πάνω του κρασί.
Και η μουσική ν΄ αρχίζει… Και μεις να γινόμαστε μια φωνή:
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες, ήταν δέντρα
που τα 'ντυσε με φύλλα η καρδιά
και τα 'φησε ν' ανθίζουν μες στην πέτρα
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
Οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
Οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν, νησιά
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
Η νύχτα εσύ, το όνειρο της μέρας
Μικρή πατρίδα, σώμα μου κι αρχή
Η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας
Η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
Σε όνειρα, σε αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν' ανασάνει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ...
Ο Χρήστος να γεμίζει τα ποτήρια με κρασί, να παραπονιέται για τα φάλτσα του Τάσου και μεις απτόητοι να συνεχίζουμε:
Καρτερούμεν μέραν νύχταν
Να φυσήσει ένας αέρας
Σ' τουν' τον τόπον πον καμμένος
Τζι' εν θωρεί ποττέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν
Το φως τζιείνης της μέρας
Πον' να φέρει στον καθέναν
Τζιαι δροσιάν τζιαι ποσπασιάν
Καρτερούμεν μέραν νύχταν
Να φυσήσει ένας αέρας
Σ' τουν' τον τόπον πον καμμένος
Τζι' εν θωρεί ποττέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν
Το φως τζιείνης της μέρας
Πον να φέρει στον καθέναν
Τζιαι δροσιάν τζιαι ποσπασιάν
Ο Μίμης να ρωτά τη Σοφία, ποιο τραγούδι θα ήθελε να πει, και κείνη να του φωνάζει «αυτό» προσπαθώντας να καλύψει τη φωνή του αρμόδιου αξιωματικού της Πυροσβεστικής… «Οι νεκροί ανέρχονται αυτή τη στιγμή σε 33…»
Ο Μιχάλης ξεκινά στ΄ ακορνεόν και μεις ακολουθούμε…
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
ω, ω, ω, ω
Ρίχνει να πιάσει ψάρια, πιάνει φτερωτά
Στήνει στην γη καράβι, κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα, ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους, αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη...
Kάνει να πάρει πέτρα, τηνε παρατά
Κάνει να την σκαλίσει, βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι, πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει, θέλει τύραννους
Όμορφη και παράξενη...
Το τηλέφωνο χτυπά… Θέλουν να μου πουν νέα μα εγώ το κλείνω! Θέλω να κλάψω με ένα τραγούδι! Να έχω παρέα τούτη την ώρα, μην είμαι μόνος και ξανασκεφτώ …
Μια ζωή με τους χαμένους εγώ συνήθισα να ζω
τους ραβδοσκόπους τους σκυμμένους που ψάχνουν γάργαρο νερό
Δεν ξέρω τι θα πει κερδίζω, γωνιά δε βρήκα να σκεφτώ
μα νιώθω τι θα πει ελπίζω, στο δίκαιο και στον αδερφό
Μια ζωή με τους χαμένους εγώ αξιώθηκα να ζω
τους φάρους τους ευλογημένους που σου το δείχνουν το κακό
Δεν ξέρω τι θα πει κερδίζω...
"Oι νεκροί ανέρχονται αυτή τη στιγμή στους 37..." ακούγεται η φωνή του Στάθη που έχασε κι αυτός το χαμόγελό του...
gpapalexandrou
Πριν από 10 χρόνια
0 Τα σχόλια σας εδώ!:
Δημοσίευση σχολίου