Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός οριοθετείτε πράγματι από τους όρους που θέτει το γενικό πολιτικοοικονομικό πλαίσιο των υφιστάμενων συνθηκών της χώρας αλλά δεν επιχειρεί μια σύνθεση μεταξύ των περιοριστικών όρων και των αναγκών που έχει ο Δήμος και ο λαός του Δήμου.
Η κατάρτιση του, πρέπει να ειπωθεί, συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες.
Δυσκολίες που προκύπτουν από μια άκρως περιοριστική και μη φιλική πολιτική απέναντι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση από την κυβέρνηση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, και από την αύξουσα τάση των αναγκών που είναι φυσικό να είναι περισσότερες επειδή ακριβώς στην Τοπική Αυτοδιοίκηση επιβάλλεται τέτοια πολιτική περιορισμών και λιτότητας.
Εισαγωγικά μόνο πρέπει να σημειωθεί ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες της πόλης και των οικισμών γατί ο Δήμος λόγω της πολιτικής που εφάρμοσε δεν έχει σήμερα σημαντικές δικές του δυνατότητες, όχι μόνο οικονομικές, αλλά διοικητικές και διαχειριστικές, χάρη στις οποίες δεν μπορεί να αξιοποιεί δημιουργικά τα όποια περιθώρια, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ο ίδιος τις προϋποθέσεις μια επίμονης, αλλά και δημιουργικής παρέμβασης για την ανάπτυξη του δήμου.
Η αναβάθμιση της προσφοράς στους τομείς καθαριότητας, πρασίνου, φωτισμού, η ανάπτυξη ρωμαλέας πολιτιστικής κίνησης, η ανάπτυξη δημοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων, η σύνταξη οικονομοτεχνικών μελετών, η αναβάθμιση και λειτουργία των τοπικών συμβουλίων, η δημιουργία σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής, η συντήρηση και λειτουργία των ΚΑΠΗ και των βρεφονηπιακών σταθμών, η αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας, οι απαλλοτριώσεις και η εφαρμογή του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της κυκλοφοριακής μελέτης, η ανάπτυξη αθλητικής κίνησης και όλα τα υπόλοιπα που συνθέτουν τη σωστή λειτουργία του Δήμου έχουν μια βασική προϋπόθεση. Την οικονομική αυτοτέλεια που έρχεται μέσα από μια γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Γι’ αυτό λοιπόν ο προϋπολογισμός δεν είναι απλά μια λογιστική πράξη. Γι’ αυτό πρέπει να τον δούμε και σε σχέση με την ενεργή συμμετοχή του λαού, γιατί η σύνταξη ενός προϋπολογισμού, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι εικονικός, δεν λύνει το πρόβλημα. Πρέπει να είναι διεκδικητικός, να μην μεταβάλλει την πραγματικότητα, ούτε να συσσωρεύει προβλήματα στο μέλλον.
Ο προϋπολογισμός (μαζί με το Τεχνικό Πρόγραμμα) είναι το εργαλείο εκείνο που μπορεί να δημιουργήσει ένα ενωτικό δημοτικό κίνημα, γύρω από το οποίο θα συσπειρωθούν οι μαζικοί φορείς, οι επιστημονικοί σύλλογοι, οι δημότες γενικότερα, με βασικούς στόχους, τόσο την επίλυση των ιδιαίτερων τοπικών προβλημάτων και την κατασκευή των αναγκαστικών έργων όσο και την διεκδίκηση και την προώθηση των γενικότερων αιτημάτων της Αυτοδιοίκησης.
Γι’ αυτό έχει αποφασιστική σημασία, ποια είναι ουσιαστική συμμετοχή των φορέων αυτών (καμιά στον υπό συζήτηση προϋπολογισμό) και του λαού στην σύνταξη του, πριν από την ψήφιση του από το Δημοτικό Συμβούλιο, όπως επίσης και οι ενέργειες και ο προγραμματισμός δράσης όλων των φορέων μετά την ψήφιση του.
Αντί λοιπόν ο δήμαρχος (όπως οφείλει από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα) ή τουλάχιστον μέλος της Δημαρχιακής Επιτροπής (άλλωστε αυτή καταρτίζει τον προϋπολογισμό) να αναπτύξει ή να διατυπώσει απλώς τη φιλοσοφία, όποια κι αν είναι αυτή, που οδήγησε στη σύνταξη του παρόντος προϋπολογισμού, έχουμε την αρμόδια αντιδήμαρχο να κάνει μια γενική και αόριστη αναφορά επί του σχεδίου και τους υπηρεσιακούς παράγοντες να διαβάζουν αριθμούς και στοιχεία χωρίς καμιά εξειδίκευση σ’ αυτά.
Καμιά αναφορά επίσης στα έσοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Ν.1828/89 και φαλκιδεύονται στην κυριολεξία, στερώντας από το Δήμο, εδώ και δύο δεκαετίες, δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Παρόλα αυτά πρέπει να τονίσουμε:
• Ο προϋπολογισμός δεν έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα, σαφείς στόχους και παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από τα βεβαιωθέντα έσοδα και έξοδα.
• Είναι υπερβολικό το ύψος του (80 εκ. ευρώ).
• Λείπει ο κοινωνικός του χαρακτήρας .
• Οι δημότες δεν εισπράττουν με την μορφή υπηρεσιών παροχές που να αντιστοιχούν στις ανάγκες του.
• Αντιμετωπίζει αδυναμία είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών προς τον Δήμο.
• Εμφανίζεται απλόχερη στις δημόσιες σχέσεις.
• Συρρικνώνονται οι παρεμβάσεις στην επίλυση του κυκλοφοριακού.
• Δεν είναι ρεαλιστικός, ούτε καν ένα απτό σχέδιο δράσης.
• Δίνει ιδιαίτερη έμφαση μόνο στους αριθμούς.
Τρία χρόνια μετά, ο κάθε δημότης, διαπιστώνει ότι η δημοτική αρχή και στη σύνταξη του προϋπολογισμού, εξακολουθεί να αδυνατεί να σπάσει τον κύκλο της μίζερης πολιτικής αντίληψης που έχει για τα τεκταινόμενα στην περιοχή και να καλλιεργεί τον κενό πολιτικό λόγο.
Η συζήτηση επί της ουσίας του προϋπολογισμού, είναι άχαρη και χωρίς ειδήσεις, αν δεν ανατρέξεις στα επί μέρους κεφάλαια και δεν εκφράσεις τις παρατηρήσεις σου. Οι παρατηρήσεις (ή η σιωπή) της συμπολίτευσης αποδεικνύουν την σύγχυση, την αμηχανία και τον εκνευρισμό που δεν τους επιτρέπουν να έχουν καν άποψη.
Ακούστε την τοποθέτηση του Τάσου Βαβατσικλή.
Η κατάρτιση του, πρέπει να ειπωθεί, συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες.
Δυσκολίες που προκύπτουν από μια άκρως περιοριστική και μη φιλική πολιτική απέναντι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση από την κυβέρνηση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, και από την αύξουσα τάση των αναγκών που είναι φυσικό να είναι περισσότερες επειδή ακριβώς στην Τοπική Αυτοδιοίκηση επιβάλλεται τέτοια πολιτική περιορισμών και λιτότητας.
Εισαγωγικά μόνο πρέπει να σημειωθεί ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες της πόλης και των οικισμών γατί ο Δήμος λόγω της πολιτικής που εφάρμοσε δεν έχει σήμερα σημαντικές δικές του δυνατότητες, όχι μόνο οικονομικές, αλλά διοικητικές και διαχειριστικές, χάρη στις οποίες δεν μπορεί να αξιοποιεί δημιουργικά τα όποια περιθώρια, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ο ίδιος τις προϋποθέσεις μια επίμονης, αλλά και δημιουργικής παρέμβασης για την ανάπτυξη του δήμου.
Η αναβάθμιση της προσφοράς στους τομείς καθαριότητας, πρασίνου, φωτισμού, η ανάπτυξη ρωμαλέας πολιτιστικής κίνησης, η ανάπτυξη δημοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων, η σύνταξη οικονομοτεχνικών μελετών, η αναβάθμιση και λειτουργία των τοπικών συμβουλίων, η δημιουργία σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής, η συντήρηση και λειτουργία των ΚΑΠΗ και των βρεφονηπιακών σταθμών, η αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας, οι απαλλοτριώσεις και η εφαρμογή του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της κυκλοφοριακής μελέτης, η ανάπτυξη αθλητικής κίνησης και όλα τα υπόλοιπα που συνθέτουν τη σωστή λειτουργία του Δήμου έχουν μια βασική προϋπόθεση. Την οικονομική αυτοτέλεια που έρχεται μέσα από μια γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Γι’ αυτό λοιπόν ο προϋπολογισμός δεν είναι απλά μια λογιστική πράξη. Γι’ αυτό πρέπει να τον δούμε και σε σχέση με την ενεργή συμμετοχή του λαού, γιατί η σύνταξη ενός προϋπολογισμού, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι εικονικός, δεν λύνει το πρόβλημα. Πρέπει να είναι διεκδικητικός, να μην μεταβάλλει την πραγματικότητα, ούτε να συσσωρεύει προβλήματα στο μέλλον.
Ο προϋπολογισμός (μαζί με το Τεχνικό Πρόγραμμα) είναι το εργαλείο εκείνο που μπορεί να δημιουργήσει ένα ενωτικό δημοτικό κίνημα, γύρω από το οποίο θα συσπειρωθούν οι μαζικοί φορείς, οι επιστημονικοί σύλλογοι, οι δημότες γενικότερα, με βασικούς στόχους, τόσο την επίλυση των ιδιαίτερων τοπικών προβλημάτων και την κατασκευή των αναγκαστικών έργων όσο και την διεκδίκηση και την προώθηση των γενικότερων αιτημάτων της Αυτοδιοίκησης.
Γι’ αυτό έχει αποφασιστική σημασία, ποια είναι ουσιαστική συμμετοχή των φορέων αυτών (καμιά στον υπό συζήτηση προϋπολογισμό) και του λαού στην σύνταξη του, πριν από την ψήφιση του από το Δημοτικό Συμβούλιο, όπως επίσης και οι ενέργειες και ο προγραμματισμός δράσης όλων των φορέων μετά την ψήφιση του.
Αντί λοιπόν ο δήμαρχος (όπως οφείλει από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα) ή τουλάχιστον μέλος της Δημαρχιακής Επιτροπής (άλλωστε αυτή καταρτίζει τον προϋπολογισμό) να αναπτύξει ή να διατυπώσει απλώς τη φιλοσοφία, όποια κι αν είναι αυτή, που οδήγησε στη σύνταξη του παρόντος προϋπολογισμού, έχουμε την αρμόδια αντιδήμαρχο να κάνει μια γενική και αόριστη αναφορά επί του σχεδίου και τους υπηρεσιακούς παράγοντες να διαβάζουν αριθμούς και στοιχεία χωρίς καμιά εξειδίκευση σ’ αυτά.
Καμιά αναφορά επίσης στα έσοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Ν.1828/89 και φαλκιδεύονται στην κυριολεξία, στερώντας από το Δήμο, εδώ και δύο δεκαετίες, δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Παρόλα αυτά πρέπει να τονίσουμε:
• Ο προϋπολογισμός δεν έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα, σαφείς στόχους και παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από τα βεβαιωθέντα έσοδα και έξοδα.
• Είναι υπερβολικό το ύψος του (80 εκ. ευρώ).
• Λείπει ο κοινωνικός του χαρακτήρας .
• Οι δημότες δεν εισπράττουν με την μορφή υπηρεσιών παροχές που να αντιστοιχούν στις ανάγκες του.
• Αντιμετωπίζει αδυναμία είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών προς τον Δήμο.
• Εμφανίζεται απλόχερη στις δημόσιες σχέσεις.
• Συρρικνώνονται οι παρεμβάσεις στην επίλυση του κυκλοφοριακού.
• Δεν είναι ρεαλιστικός, ούτε καν ένα απτό σχέδιο δράσης.
• Δίνει ιδιαίτερη έμφαση μόνο στους αριθμούς.
Τρία χρόνια μετά, ο κάθε δημότης, διαπιστώνει ότι η δημοτική αρχή και στη σύνταξη του προϋπολογισμού, εξακολουθεί να αδυνατεί να σπάσει τον κύκλο της μίζερης πολιτικής αντίληψης που έχει για τα τεκταινόμενα στην περιοχή και να καλλιεργεί τον κενό πολιτικό λόγο.
Η συζήτηση επί της ουσίας του προϋπολογισμού, είναι άχαρη και χωρίς ειδήσεις, αν δεν ανατρέξεις στα επί μέρους κεφάλαια και δεν εκφράσεις τις παρατηρήσεις σου. Οι παρατηρήσεις (ή η σιωπή) της συμπολίτευσης αποδεικνύουν την σύγχυση, την αμηχανία και τον εκνευρισμό που δεν τους επιτρέπουν να έχουν καν άποψη.
Ακούστε την τοποθέτηση του Τάσου Βαβατσικλή.
0 Τα σχόλια σας εδώ!:
Δημοσίευση σχολίου